- αποπληξια
- ἀποπληξίαἀπο-πληξίαἥ паралич Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποπληξία — ἀποπληξίᾱ , ἀποπληξία madness fem nom/voc/acc dual ἀποπληξίᾱ , ἀποπληξία madness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληξίᾳ — ἀποπληξίᾱͅ , ἀποπληξία madness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
αποπληξία — η (ιατρ.), απότομη εγκεφαλική προσβολή, κόλπος, νταμπλάς: Συχνά η αποπληξία είναι θανατηφόρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποπληξίας — ἀποπληξίᾱς , ἀποπληξία madness fem acc pl ἀποπληξίᾱς , ἀποπληξία madness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληξίαι — ἀποπληξίᾱͅ , ἀποπληξία madness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληξίαν — ἀποπληξίᾱν , ἀποπληξία madness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληξιῶν — ἀποπληξία madness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληξίαις — ἀποπληξία madness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληξίη — ἀποπληξία madness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπληξίην — ἀποπληξία madness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)